Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριμοδότηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πριμοδότηση η [primoδótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πριμοδοτώ.

[λόγ. πριμοδοτη- (πριμοδοτώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες