Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμοδοτώ [primoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (κυρ. για κράτη, διεθνείς οργανισμούς κτλ.) παρέχω μια, χρηματική κυρίως, ενίσχυση σε μια οικονομική δραστηριότητα, σε ένα προϊόν κτλ.· επιδοτώ. 2. ενισχύω κπ., εξασφαλίζω σε κπ. προτεραιότητα, προβάδισμα: Οι τρεις πρώτοι υποψήφιοι βουλευτές πριμοδοτήθηκαν από το κόμμα με χίλιους σταυρούς. Tο εκλογικό σύστημα πριμοδοτεί τα δύο πρώτα κόμματα.
[λόγ. πριμ -ο- + -δοτώ]