Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμιτιβισμός ο [primitivizmós] Ο17 : τάση της σύγχρονης τέχνης που χαρακτηρίζεται από μια απλοϊκή και αφελή τεχνική, η οποία μιμείται την τέχνη πρωτόγονων πολιτισμών.
[λόγ. < γαλλ. primitiv(isme) -ισμός]