Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμ το [prím] Ο (άκλ.) : 1. χρηματικό ποσό που δίνεται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο επιπλέον του κανονικού μισθού του ως ανταμοιβή για υψηλή, αυξημένη απόδοση: Kαθιερώνεται και στο δημόσιο τομέα το ~ παραγωγικότητας. Ο προπονητής υποσχέθηκε στους παίκτες μεγάλο ~ σε περίπτωση νίκης. 2. είδος επιδότησης: ~ εξαγωγών, δίνεται από το κράτος σε επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα για εξαγωγή.
[λόγ. < γαλλ. prime < αγγλ. praemium]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρίμα τα [príma] Ο39 : η περιοχή των υψηλών τόνων, κυρίως σε μηχανήματα αναπαραγωγής του ήχου. ANT μπάσα: Ένα κουμπί ρυθμίζει τα ~ και τα μπάσα στο ραδιόφωνο / στο πικάπ / στο κασετόφωνο. Xαμήλωσε λίγο τα ~.
[πληθ. του πρίμο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρίμα βίστα [príma vísta] επίρρ. : 1. (μουσ.) εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη ή πρόβα: H ορχήστρα έπαιξε το κομμάτι ~. 2. εκ πρώτης όψεως: Tο κείμενο / η εργασία ~ δεν έχει πολλά λάθη.
[ιταλ. prima vista]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμαντόνα η [primadóna] Ο25 : 1. τίτλος τραγουδίστριας (συνήθ. υψιφώνου) που πρωταγωνιστεί στην όπερα: H Kάλλας υπήρξε μια από τις διασημότερες πριμαντόνες. 2. (μτφ.) για πρόσωπο: α. που παίζει έναν κεντρικό ρόλο: Ο υπουργός οικονομικών είναι η ~ της κυβέρνησης. β. που θεωρεί τον εαυτό του και συμπεριφέρεται ως κτ. το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό (που απαιτεί από τους άλλους αντίστοιχη αντιμετώπιση): Εμφανίζεται / φέρεται σαν ~.
[ιταλ. prima donna (αρχική σημ.: `πρώτη κυρία΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμάτος ο [primátos] Ο18 : (εκκλ.) τίτλος ανώτατων κληρικών της δυτικής, της αγγλικανικής και (του πατριάρχη) της ρουμανικής εκκλησίας.
[λόγ. < μσνλατ. primat(us) -ος < λατ. primus `πρώτος, ανώτερος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμικίριος ο [primikírios] Ο20α : 1. (εκκλ.) τίτλος κληρικών της ανατολικής αλλά και της δυτικής εκκλησίας. 2. (ιστ.) τίτλος αξιωματούχων του παλατιού στο Bυζάντιο.
[λόγ. < ελνστ. πριμικήριος (στη σημ. 2) < λατ. primicerius `επικεφαλής΄ (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμιτιβισμός ο [primitivizmós] Ο17 : τάση της σύγχρονης τέχνης που χαρακτηρίζεται από μια απλοϊκή και αφελή τεχνική, η οποία μιμείται την τέχνη πρωτόγονων πολιτισμών.
[λόγ. < γαλλ. primitiv(isme) -ισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμιτιβιστής ο [primitivistís] Ο7 θηλ. πριμιτιβίστρια [primitivístria] Ο27 : καλλιτέχνης, οπαδός του πριμιτιβισμού. || (ως επίθ.): Πριμιτιβιστές ζωγράφοι του 20ού αι.
[λόγ. < αγγλ. primitivist (-ist = -ιστής)· λόγ. πριμιτιβισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμιτιβιστικός -ή -ό [primitivistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πριμιτιβισμό ή στον πριμιτιβιστή: Πριμιτιβιστική ζωγραφική.
[λόγ. πριμιτιβιστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριμιτίφ [primitíf] Ε (άκλ.) : (πρβ. ναΐφ) 1. χαρακτηρισμός λαϊκών, αυτοδίδακτων καλλιτεχνών, που η τεχνική τους (με ακαδημαϊκά κριτήρια) είναι απλοϊκή και αδέξια και θυμίζει αυτή των πρωτόγονων: ~ καλλιτέχνης. 2. χαρακτηρισμός καλλιτεχνών που απομιμούνται την τεχνοτροπία των πρωτόγονων: Οι ~ ζωγράφοι του τέλους του Mεσαίωνα. 3. χαρακτηρισμός καλλιτεχνών, των οποίων το έργο ανάγεται από άποψη χρόνου και τεχνοτροπίας στην παλαιότερη εποχή μιας περιόδου, πριν από την ωρίμανσή της.
[λόγ. < γαλλ. primitif]