Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρεσβύτερος ο [prezvíteros] Ο20α θηλ. πρεσβυτέρα [prezvitéra] Ο26 : ο έγγαμος ιερέας. || (θηλ.) η σύζυγος του ιερέα.
[λόγ. < ελνστ. πρεσβύτερος, αρχ. σημ. `γεροντότερος΄· λόγ. < ελνστ. πρεσβυτέρα `ηλικιωμένη γυναίκα, γυναίκα επικεφαλής θρησκευτικής κοινότητας΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρεσβύτερος -η -ο [prezvíteros] Ε5 : (λόγ.) ο μεγαλύτερος στην ηλικία, ο γεροντότερος. ANT νεότερος. || (ως ουσ.) οι πρεσβύτεροι, οι γέροντες, οι ηλικιωμένοι.
[λόγ. < αρχ. πρεσβύτερος συγκρ. του πρέσβυς]