Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρεσβυωπία η [prezviopía] Ο25 : η μείωση της ικανότητας της όρασης (ιδ. των ηλικιωμένων) να διακρίνει αντικείμενα σε κοντινή απόσταση. ANT μυωπία: Γυαλιά πρεβσυωπίας / για ~.
[λόγ. < νλατ. presbyopia < αρχ. πρέσβυ(ς) `ηλικιωμένος΄ + -opia < αρχ. ὤπ- (ὤψ) `μάτι΄ -ia = -ία]