Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρεσβυτέριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρεσβυτέριο το [prezvitério] Ο42 : 1. το χριστιανικό ιερατείο. 2. η κατοικία του ιερέα (στους καθολικούς). 3. (παλαιότ.) ιερατικό συμβούλιο των Iουδαίων.

[λόγ.: 1, 3: ελνστ. πρεσβυτέριον `συμβούλιο των γερόντων (της αποστολικής εκκλησίας)΄· 2: σημδ. γαλλ. presbytère (< υστλατ. presbyterium < ελνστ. πρεσβυτέριον)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go