Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρεσάρω [presáro] -ομαι Ρ6 : 1. πιέζω κτ. με πρέσα. 2. (μτφ.) ασκώ έντονη πίεση σε κπ.: Ο προπονητής έδωσε οδηγίες στους παίκτες του να πρεσάρουν την αντίπαλη ομάδα. Aυτό τον καιρό είμαστε πολύ πρεσαρισμένοι, γιατί πρέπει να παραδώσουμε το έργο.
[ιταλ. pressar(e) -ω]