Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρεμούρα η [premúra] Ο25α : (προφ.) μεγάλη βιασύνη, ανυπομονησία, σπουδή, (χρονική) πίεση: Tον έπιασε / έχει ~ να φύγει. || σφοδρή επιθυμία.
[ιταλ. premura]