Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρατήριο το [pratírio] Ο42 : 1. κατάστημα όπου πουλιούνται λιανικά συγκεκριμένα συνήθ. προϊόντα: ~ άρτου / βενζίνης / υγρών καυσίμων / ετοίμων ενδυμάτων. 2. εμπορικό κατάστημα όπου διατίθενται προϊόντα παραγωγικών ή εμπορεύματα καταναλωτικών συνεταιρισμών: ~ συνεταιρισμού εκπαιδευτικών / γεωργικού συνεταιρισμού / κοινοπραξίας νεωτερισμών. Στρατιωτικό ~.
[λόγ. < αρχ. πρατήριον `χώρος στην αγορά΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]