Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρατήριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρατήριο το [pratírio] Ο42 : 1. κατάστημα όπου πουλιούνται λιανικά συγκεκριμένα συνήθ. προϊόντα: ~ άρτου / βενζίνης / υγρών καυσίμων / ετοίμων ενδυμάτων. 2. εμπορικό κατάστημα όπου διατίθενται προϊόντα παραγωγικών ή εμπορεύματα καταναλωτικών συνεταιρισμών: ~ συνεταιρισμού εκπαιδευτικών / γεωργικού συνεταιρισμού / κοινοπραξίας νεωτερισμών. Στρατιωτικό ~.

[λόγ. < αρχ. πρατήριον `χώρος στην αγορά΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρατηριούχος ο [pratiriúxos] Ο18 θηλ. πρατηριούχος [pratiriúxos] Ο35 : ο ιδιοκτήτης πρατηρίου: Έλλειψη βενζίνης εξαιτίας της παρατεινόμενης απεργίας των πρατηριούχων.

[λόγ. πρατήρι(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες