Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρασινοσκούφης ο [prasinoskúfis] Ο11 : (προφ.) 1. στρατιωτικός που ανήκει στους πρασινοσκούφηδες2· καταδρομέας, λοκατζής. 2. (πληθ.) ειδική στρατιωτική μονάδα του ελληνικού στρατού· δυνάμεις καταδρομών (ΛΟK): Tον πήραν στους πρασινοσκούφηδες.
[πράσιν(ος) -ο- + σκού φ(ος) -ης]