Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρασινίζω [prasinízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. γίνομαι πράσινος, αποκτώ πράσινο χρώμα: Πρασίνισε το παντελόνι μου από τα χόρτα. || (μτφ.) ~ από το θυμό μου, θυμώνω πολύ. ~ από τη ζήλια μου, ζηλεύω πολύ. β. κάνω, βάφω κτ. πράσινο: Ένα μπλουζάκι ξέβαψε και πρασίνισε όλα τα ρούχα στο πλυντήριο. 2. (για δέντρα, φυτά, για τη γη) καλύπτομαι από φύλλα ή από χλόη: Tην άνοιξη πρασινίζουν τα δέντρα / τα φυτά / τα λιβάδια.
[ελνστ. πρασινίζω `είμαι πρασινωπός΄]