Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρασινάδα η [prasináδa] Ο26 : 1. γενική ονομασία για το φύλλωμα των ποωδών, των θαμνωδών φυτών αλλά και των δέντρων· το χορτάρι, το γρασίδι, η χλόη: Tο κοπάδι έβοσκε στην ~. Ένα μπαλκόνι γεμάτο ~. Στόλισε την ανθοδέσμη των τριαντάφυλλων με λίγη ~, με πράσινα κλαδάκια. 2. το πράσινο χρώμα.
[πράσιν(ος) -άδα]