Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πραξικοπηματίας ο [praksikopimatías] Ο3 : αυτός που οργανώνει πραξικόπημα ή που συμμετέχει σε πραξικόπημα: H κυβέρνηση συνέλαβε τους πραξικοπηματίες.
[λόγ. πραξικοπηματ- (πραξικόπημα) -ίας]