Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πραματευτής ο [pramateftís] Ο9 : (παρωχ.) πλανόδιος έμπορος, γυρολό γος: Στις εμποροπανηγύρεις μαζεύονταν έμποροι και πραματευτάδες. ΠAΡ Kι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, για κπ. που θέλει να εξισώνει τον εαυτό του με ανωτέρους του.
[μσν. πραματευτής < ελνστ. πραγματευτής με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]