Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πραλίνα η [pralína] & (προφ.) μπραλίνα η [bralína] Ο25 : 1. είδος γλυκίσματος με σοκολάτα και καβουρντισμένα αμύγδαλα: Πάστα / παγωτό ~. 2. σοκολατάκι που κάτω από ένα περίβλημα σοκολάτας περιέχει γέμιση (από κρέμα, ξηρούς καρπούς, κομμάτια φρούτων κτλ.): Aγόρασα ένα κουτί / ένα κιλό πραλίνες.
[γαλλ. pralin(e) -α < ανθρωπων. Ρlessi-Ρraslin (Γάλλος στρατηγός που ο μάγειράς του την πρωτοκατασκεύασε)· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] ]