Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρακτορείο το [praktorío] Ο39 : ο χώρος και η οργανωμένη υπηρεσία που αναλαμβάνει με αμοιβή τη διεκπεραίωση διάφορων υποθέσεων ή την παροχή υπηρεσιών, πληροφοριών κτλ.: ~ ταξιδίων / τουρισμού / μεταναστεύσεων. ~ τύπου / ειδήσεων, που συγκεντρώνει και διαθέτει ειδήσεις στα έντυπα και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης: Tο ~ ειδήσεων Tας, Ρόιτερ. ~ υπεραστικών λεωφορείων, που προγραμματίζει την κίνη σή τους, εκδίδει εισιτήρια κτλ. ~ λαχείων / προπό. || (μειωτ.) χαρακτηρισμός κυρίως για κυβερνήσεις, πολιτικές ομάδες, κόμματα κτλ. που είναι εξαρτημένα, υπηρετούν τα συμφέροντα τρίτων: Πολλά κομμουνιστικά κόμματα είχαν κατηγορηθεί στο παρελθόν ως πρακτορεία της Mόσχας.
[λόγ. πρακτορ- (δες πράκτορας) -είον μτφρδ. ιταλ. agenzia ή μέσω του γαλλ. agence (διαφ. το ελνστ. πρακτόρειον `γραφείο συλλέκτη φόρων΄)]