Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρακτικογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρακτικογράφος ο [praktikoγráfos] Ο18 θηλ. πρακτικογράφος [prakti koγráfos] Ο35 : αυτός στον οποίο ανατίθεται η τήρηση πρακτικών (συνεδριάσεων οργανωμένων σωμάτων, επίσημων συναντήσεων κτλ.): ~ της Bουλής.

[λόγ. πρακτικ(όν) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες