Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρακτέον το [praktéon] Ο γεν. πρακτέου : (λόγ.) αυτό που πρέπει να γίνει, συνήθ. στις εκφράσεις περί του πρακτέου / επί του πρακτέου, σχετικά με το τι πρέπει να γίνει ή με το πώς πρέπει να ενεργήσει κάποιος: Kαλή η θεωρία αλλά ας συζητήσουμε τώρα περί του πρακτέου.
[λόγ. < αρχ. πρακτέον `αυτό που πρέπει να κάνει κάποιος΄, ουδ. του πρακτέος]