Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πραγματολογικός -ή -ό [praγmatolojikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πραγματολογία: Πραγματολογική μελέτη της γλώσσας. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στα πράγματα: Πραγματολογικές παρατηρήσεις / πραγματολογικά στοιχεία, οι παρατηρήσεις, οι μνείες, τα σχόλια που αναφέρονται σε πραγματικά στοιχεία (ιστορικά γεγονότα ή ονόματα, τοπωνύμια κτλ.) ενός λογοτεχνικού κειμένου.
[λόγ.: 1: πραγματολογ(ία) -ικός· 2: σημδ. αγγλ. factual]