Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πραγματισμός ο [praγmatizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία που αρνείται την αντικειμενικότητα της αλήθειας και υποστηρίζει ότι αληθινό είναι μόνο αυτό που είναι πρακτικά ωφέλιμο στη ζωή: Επιστημονικός / ηθικός / θρησκευτικός ~. 2. αντίληψη και συμπεριφορά που πηγάζει από την παραπάνω θεωρία και που δίνει βάρος στην πρακτική (και όχι στη θεωρία ή στο συναίσθημα): Aντιμετωπίζει τα πράγματα με πραγματισμό.
[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. réalisme]