Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πραγματεύομαι [praγmatévome] Ρ5.1β : μελετώ, εξετάζω ή αναπτύσσω μεθοδικά, επιστημονικά ένα θέμα σε βάθος και σε πλάτος, προφορικά ή γραπτά: Ο ομιλητής / ο συγγραφέας πραγματεύτηκε στο λόγο του / στο βιβλίο του το θέμα των ναρκωτικών.
[λόγ. < αρχ. πραγματεύομαι]