Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πραίτορας ο [prétoras] Ο5 : (ιστ.) 1. τίτλος αιρετών, στρατιωτικών και πολιτικών, αρχόντων στην αρχαία Ρώμη. 2. ο προϊστάμενος των δικαστών ενός θέματος (νομού) στο Bυζάντιο.
[λόγ. < ελνστ. πραίτωρ, αιτ. -ορα]