Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρήζω [prízo] -ομαι Ρ2.2 παθ. αόρ. και πρήστηκα, απαρέμφ. και πρηστεί, μππ. πρησμένος στη σημ. 1 : 1. κάνω κτ. να φουσκώσει, να διογκωθεί, προκαλώ οίδημα: Tου ΄δωσε μια γροθιά και του ΄πρηξε το μάτι. Πρήστηκε το χέρι μου / το πόδι μου. Πρήστηκε ολόκληρος από το τσίμπημα της σφήκας. Tο δόντι της είναι πρησμένο. Πρήστηκε η κοιλιά μου απ΄ το πολύ φαΐ. Είναι σαν πρησμένος απ΄ το πολύ πάχος. Ξύπνησε με τα μάτια πρησμένα από τον ύπνο. 2. (μτφ., οικ.) ταλαιπωρώ κπ., τον παιδεύω, τον σκάζω: M΄ έπρηξε με την πολυλογία του. Σταμάτα πια να γκρινιάζεις, μας έπρηξες! Mου μιλούσε επί ώρες και πρήχτηκα. ΦΡ μου ΄πρηξε το συκώτι / τα σκώτια / (χυδ.) μου ΄πρηξε τα αρχίδια / μου τα ΄πρηξε, για κπ. που μου δημιουργεί μεγάλο και συνεχή εκνευρισμό και δυσαρέσκεια.
[αρχ. πρήθω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. πρησ- (πρβ. μσν. πρήσκω) κατά το σχ.: σκισ- (έσκισα) - σκίζω]