Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρέσβης ο [prézvis] Ο10 πληθ. πρέσβεις, γεν. πρέσβεων θηλ. πρέσβειρα [prézvira] Ο27 : 1. ανώτατος διπλωματικός αντιπρόσωπος σε ξένη χώρα, επικεφαλής πρεσβείας: ~ α' τάξεως. Επίτιμος ~ / ~ επί τιμή. Ο νέος Aμερικανός ~ επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι συνομιλίες έγιναν σε επίπεδο πρέσβεων. ~ εκ προσωπικοτήτων, που δεν προέρχεται από το διπλωματικό σώμα: Ορκίστηκε ~ εκ προσωπικοτήτων. 2. (θηλ.) α. γυναίκα πρέσβης. β. η σύζυγος του πρέσβη. γ. για γυναίκα που εκπροσωπεί τη χώρα της στο εξωτερικό, σε κπ. τομέα: H Mελίνα Mερκούρη, πρέσβειρα του ελληνικού πολιτισμού στον κόσμο. Πρέσβειρα καλής θελήσεως, γυναίκα που αναλαμβάνει ως αποστολή την καλλιέργεια ή τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ του κράτους που εκπροσωπεί και άλλου κράτους ή οργανισμού.
[λόγ. < αρχ. πρέσβυς (αρχική σημ.: `ηλικιωμένος΄) κατά τα ουσ. σε -ης για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. < αρχ. πρέσβειρα `ηλικιωμένη γυναίκα΄ κατά τη σημ. του πρέσβης]