Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πράττω [práto] -ομαι Ρ αόρ. έπραξα, απαρέμφ. πράξει, παθ. αόρ. πράχθηκα, απαρέμφ. πραχθεί, μππ. (ως ουσ.) τα πεπραγμένα* : (λόγ.) κάνω, ενεργώ, εκτελώ: ~ κατά συνείδηση, ενεργώ ακολουθώντας τη συνείδησή μου. Kαλώς έπραξες, καλά έκανες. Θα πράξω το καθήκον μου.
[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) πράττω]