Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πράττω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πράττω [práto] -ομαι Ρ αόρ. έπραξα, απαρέμφ. πράξει, παθ. αόρ. πράχθηκα, απαρέμφ. πραχθεί, μππ. (ως ουσ.) τα πεπραγμένα* : (λόγ.) κάνω, ενεργώ, εκτελώ: ~ κατά συνείδηση, ενεργώ ακολουθώντας τη συνείδησή μου. Kαλώς έπραξες, καλά έκανες. Θα πράξω το καθήκον μου.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) πράττω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες