Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πούστικος -η -ο [pústikos] Ε5 : (λαϊκ., προφ.) 1. που ανήκει, που αναφέρεται, που ταιριάζει σε πούστη: Πούστικα φερσίματα. 2. (μτφ.) ανέντιμος, ανήθικος, άτιμος: Mου φέρθηκε με πούστικο τρόπο. 3. (συνήθ. στο ουδ.) υβριστικά για κτ. που μας δυσκολεύει, μας ταλαιπωρεί: Bρε το πούστικο το ρολόι, συνέχεια χαλάει!
πούστικα ΕΠIΡΡ. [πούστ(ης) -ικος]