Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πούλια η [púla] Ο25α : μικρός μεταλλικός ή πλαστικός δίσκος με τρύπα στη μέση και σε διάφορα χρώματα, που ράβεται ως διακοσμητικό στοιχείο κυρίως σε γυναικεία ενδύματα ή σε κεντήματα: Φόρεμα / κέντημα στολισμένο με πούλιες.
[ίσως πούλια, πληθ. του πούλι, που θεωρήθηκε θηλ. εν. < τουρκ. pul `λεπτός στρογγυλός δίσκος για στόλισμα΄ (ίδ. έτυμο με τη λ. πούλι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Πούλια η [púla] Ο25 (χωρίς πληθ.) : ο αστερισμός των Πλειάδων.
[μσν. Πούλια < αρχ. Πλειάς με ανάπτ. [u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l], αποβ. του [s] για εξομάλ. της κλίσης κατά τα άλλα θηλ. και μετακ. τόνου κατά το μσν. *πούλλια `κλώσα΄ (< λατ., σύγκρ. πουλί)]