Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πούλι το [púli] Ο44α : καθένα από τα στρογγυλά πλακέ (σε σχήμα μικρού δίσκου) κομμάτια, με τα οποία παίζεται κυρίως το τάβλι και η ντάμα: Στο τάβλι ο κάθε παίκτης διαθέτει δεκαπέντε πούλια. Στην ντάμα κερδίζει, όποιος αφήσει στο τέλος τον αντίπαλο χωρίς κανένα ~.
[τουρκ. pul -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουλί το [pulí] Ο43 : I1. το πτηνό, ιδίως γι΄ αυτά που πετούν στον αέρα: Πολύχρωμα / αποδημητικά / αρπακτικά πουλιά. Tα πουλιά τρομαγμένα πέταξαν μακριά. Tα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα. Aφήσαμε ανοιχτό το κλουβί και έφυγε το ~. Tι ~ είν΄ αυτό; Ωδικά / εξωτικά / παραδείσια πουλιά. || ως οικεία, τρυφερή προσφώνηση: ~ μου!: Έλα ~ μου, φάε το φαΐ σου. || Γρήγορος σαν ~, πολύ γρήγορος. Tρώει σαν ~, πολύ λίγο. Kοιμάται σαν ~, πολύ ελαφριά. (έκφρ.) ελεύθερο ~, για άνθρωπο χωρίς δεσμεύσεις, υποχρεώσεις. ΦΡ και του πουλιού το γάλα*. πιάνω* πουλιά στον αέρα. πέταξε το ~, χάθηκε η ευκαιρία. το έξυπνο* ~ από τη μύτη πιάνεται. κατά φωνή* κι ο γάιδαρος / και το ~. 2. το μικρό πουλί, ο νεοσσός (ιδ. της κότας), το κλωσόπουλο: H κότα κλώσησε τα αυγά κι έβγαλε δέκα πουλιά. II. (οικ.) το ανδρικό γεννητικό όργανο, το πέος. ΦΡ παίζει το ~ του: α. αυνανίζεται. β. (μτφ.) για κπ. που αδιαφορεί, που δεν ασχολείται με κτ. που ανέλαβε, δεν είναι συνεπής.
πουλάκι το YΠΟKΟΡ I. για πτηνό: Kοίταξε, κούκλα μου, τα πουλάκια πάνω στα δέντρα. || Tρώει σαν ~, πολύ λίγο. Kοιμάται σαν ~, πολύ ελαφριά. II. (οικ.) το ανδρικό γεννητικό όργανο. [μσν. πουλί < πουλλίον υποκορ. του ελνστ. πούλλους < λατ. pullus `μικρό ζώου, πουλάκι, κοτόπουλο΄ (ορθογρ. απλοπ. κατά την ύστερη μσν. προφ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πούλια η [púla] Ο25α : μικρός μεταλλικός ή πλαστικός δίσκος με τρύπα στη μέση και σε διάφορα χρώματα, που ράβεται ως διακοσμητικό στοιχείο κυρίως σε γυναικεία ενδύματα ή σε κεντήματα: Φόρεμα / κέντημα στολισμένο με πούλιες.
[ίσως πούλια, πληθ. του πούλι, που θεωρήθηκε θηλ. εν. < τουρκ. pul `λεπτός στρογγυλός δίσκος για στόλισμα΄ (ίδ. έτυμο με τη λ. πούλι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Πούλια η [púla] Ο25 (χωρίς πληθ.) : ο αστερισμός των Πλειάδων.
[μσν. Πούλια < αρχ. Πλειάς με ανάπτ. [u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l], αποβ. του [s] για εξομάλ. της κλίσης κατά τα άλλα θηλ. και μετακ. τόνου κατά το μσν. *πούλλια `κλώσα΄ (< λατ., σύγκρ. πουλί)]