Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πούδρα η [púδra] & (προφ.) πούντρα [púdra] Ο25 : λεπτή αρωματική σκόνη, που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό: Έβαλε ~ στο πρόσωπό της. Kαλλυντικά σε κρέμα ή σε ~, σε σκόνη.
[λόγ. επίδρ. στο πούντρα < γαλλ. poudr(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουδράρισμα το [puδrárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πουδράρω: Tο ~ του προσώπου / της μύτης.
[λόγ. πουδραρισ- (πουδραρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]