Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουφ [púf] & πιφ [píf] επιφ. : για έκφραση αηδίας, δυσανασχέτησης, ενόχλησης ή αποστροφής (κυρ. από δυσάρεστη οσμή): ~, κάτι βρομάει!
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουφ το [púf] Ο (άκλ.) : ονομασία καθίσματος που έχει ενιαίο όγκο (χωρίς πόδια, πλάτη, μπράτσα) και κυλινδρικό σχήμα, με κάλυμμα από δέρμα, πλαστικό ή πανί και με γέμιση συνήθ. από αφρολέξ ή από κόκκους φελιζόλ.
[λόγ. < γαλλ. pouf]