Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουτσίζω [putsízo] Ρ2.1α : (λαϊκ., προφ.) κυρίως στην έκφραση την ~, αποτυγχάνω, υφίσταμαι τις συνέπειες μιας αποτυχημένης, λαθεμένης ενέργειας, μιας κακής έκβασης των πραγμάτων: Aν μας πιάσουν να κλέβουμε, την πουτσίσαμε!
[πούτσ(ος) -ίζω]