Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουταναριό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουταναριό το [putanarjó] Ο38 : (λαϊκ., προφ.) 1. πλήθος, μεγάλος αριθμός πορνών: Mπλέξαμε με το ~. 2. (με επίταση) η πόρνη. 3. το πορνείο.

[μσν. πουταναριό < πουτάν(α) -αριό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες