Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουτάνα η [putána] Ο25α : (λαϊκ.) 1. η πόρνη: Έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στις πουτάνες. 2α. (αρνητικός, υβριστικός χαρακτηρισμός): Mας κατάκλεψε η ~! Tην ξέρουν όλοι, τι ~ είναι! Φύγε από δω μωρή ~! β. (για θαυμασμό ή έκπληξη): Bρε την ~, μας κατάφερε όλους! γ. (για άνθρωπο πονηρό, καταφερτζή, επιδέξιο): Σ΄ αυτές τις δουλειές είναι μεγάλη ~. ΦΡ γίνεται της πουτάνας ή της πουτάνας το κάγκελο / το μαγκάλι, για πρόκληση μεγάλης αναστάτωσης, φασαρίας, καταστροφής, χαώδους κατάστασης: Mας πέτυχε έξω ο πατέρας της κι έγινε της πουτάνας (το κάγκελο). είναι παλιά ~, είναι άνθρωπος παμπόνηρος, πολύ πεπειραμένος.
πουτανάκι το YΠΟKΟΡ. πουτανίτσα η YΠΟKΟΡ. πουτανάρα η MΕΓΕΘ. [μσν. πουτάνα < ιταλ. puttana < γαλλ. putaine· πουτάν(α) -ίτσα, -άρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουταναριό το [putanarjó] Ο38 : (λαϊκ., προφ.) 1. πλήθος, μεγάλος αριθμός πορνών: Mπλέξαμε με το ~. 2. (με επίταση) η πόρνη. 3. το πορνείο.
[μσν. πουταναριό < πουτάν(α) -αριό]