Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουρμπουάρ το [purbuár] & (προφ.) μπουρμπουάρ το [burbuár] Ο (άκλ.) : το φιλοδώρημα: Έδωσε στο παιδί του κουρείου ένα μικρό ~. Άφησε τα ρέστα για ~.
[λόγ. < γαλλ. pourboire < φρ. pour boire `για να πιεις΄· αφομ. ηχηρ. [p-b > b-b] ]