Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουρί το [purí] Ο43 : ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρω μα σε μαγειρικά σκεύη, σε σωλήνες, σε είδη υγιεινής κτλ.: H κατσαρόλα / το μπρίκι / ο νιπτήρας / ο σωλήνας του νερού έπιασε ~. || Tα δόντια μου έπιασαν ~, ακαθαρσίες από υπολείμματα τροφών ή πέτρα2. || (επέκτ.) υπόλειμμα που επικάθεται σε μια επιφάνεια: Tα μπουριά θέλουν τίναγμα, γιατί έπιασαν ~. Tα πνευμόνια του έπιασαν ~ από το κάπνισμα.
[ελνστ. πωρίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) υποκορ. του αρχ. πῶρος `ασβεστόλιθος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουριτανικός -ή -ό [puritanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πουριτανό ή στον πουριτανισμό: Πουριτανικές αντιλήψεις / απόψεις.
πουριτανικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πουριταν(ός) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουριτανισμός ο [puritanizmós] Ο17 : 1. κοινωνική αντίληψη (συχνά υποκριτική), που χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη αυστηρότητα και από συντηρητισμό σε σχέση με τα ήθη και την ηθική, ιδίως όσον αφορά την ερωτική, σεξουαλική συμπεριφορά: Οι απόψεις του για τις ερωτικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από έντονο πουριτανισμό. 2. αίρεση της αγγλικανικής εκκλησίας που υποστήριζε την απλούστευση των θρησκευτικών τύπων και την αυστηρότητα των ηθών.
[λόγ. πουριταν(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. puritanism]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουριτανός ο [puritanós] Ο17 θηλ. πουριτανή [puritaní] Ο29 : 1. άτομο που χαρακτηρίζεται (συχνά υποκριτικά) από άκρως αυστηρές και συντη ρητικές αντιλήψεις για την ηθική και ιδίως σε ό,τι αφορά την ερωτική και σεξουαλική συμπεριφορά: Στις σχέσεις του με τις γυναίκες είναι ~. 2. οπαδός της αίρεσης του πουριτανισμού2.
[λόγ. < αγγλ. Ρuritan -ός (ορθογρ. δαν.) < υστλατ. puritas `αγνότητα΄· λόγ. πουριταν(ός) -ή]