Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουντιάζω [pundjázo] Ρ2.1α μππ. πουντιασμένος : (οικ.) 1. κρυώνω πολύ: Πούντιασα μέσα στο κρύο. 2α. κρυολογώ: Πούντιασε το παιδί και βήχει. β. κάνω κπ. να κρυώσει, να κρυολογήσει: Kλείσε το παράθυρο, γιατί μας πούντιασες.
[πούντ(α) -ιάζω]