Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουλόβερ το [pulóver] Ο (άκλ.) : πλεχτό, συχνά μάλλινο ένδυμα με ή χωρίς μανίκια: Mακρύ / στενό / πλεχτό / κόκκινο ~.
πουλοβεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. pullover]