Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουλάρι το [pulári] Ο44 : το μικρό του αλόγου, του γαϊδάρου, του μουλα ριού.
πουλαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. πουλάρι(ν) < πωλάρι(ν) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] ) < αρχ. πωλάριον υποκορ. του πῶλος]