Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουκαμίσα η [pukamísa] Ο25 : πολύ μακρύ και φαρδύ πουκάμισο που φοριέται εξωτερικά και που κουμπώνει συνήθ. μόνο στο πάνω μέρος: Άσπρη / χρωματιστή / ινδική ~. Φέτος είναι της μόδας οι πουκαμίσες. || είδος νυχτικού που φοριόταν παλαιότερα.
[πουκάμισ(ο) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουκαμισάδικο το [pukamisáδiko] Ο41 : εργαστήριο ή κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πουλιούνται πουκάμισα.
[πουκάμισ(ο) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]