Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουδριέρα η [puδriéra] & πουντριέρα η [pudriéra] Ο25α : θήκη, κουτί για ή με πούδρα: Έχει πάντα μια ~ μέσα στην τσάντα.
[πούδρ(α), πούντρ(α) -ιέρα (γαλλ. poudrière `κουτί με σκόνη για το στέγνωμα του μελανιού΄)]