Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποτό το [potó] Ο38 : 1. καθετί που πίνεται και ιδίως τα οινοπνευματώδη και τα αναψυκτικά: Οινοπνευματώδη / αλκοολούχα / αεριούχα ποτά. Παρασκευάζω / παραγγέλλω / σερβίρω / προσφέρω / καταναλώνω / κερνάω / εμφιαλώνω / νοθεύω ένα ~. Nα κόψεις το ~ και το τσιγάρο. Πάμε στο μπαρ για ένα ~; Σκληρά ποτά, δυνατά οινοπνευματώδη (ουΐσκι, βότ κα, τζιν κτλ.). 2. η κατανάλωση ποτών, ιδίως οινοπνευματωδών: Tο ΄χει ρίξει στο ~. Nα κόψεις το ~ και το τσιγάρο.
ποτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Mετά το φαγητό πάμε για κανένα ~; [λόγ. < αρχ. ποτόν]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποτοποιείο το [potopiío] Ο39 : το κατάστημα, ο χώρος (εργαστήριο ή βιοτεχνία) όπου παρασκευάζονται ποτά.
[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -ποιείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποτοποιία η [potopiía] Ο25 : 1. η οργανωμένη παραγωγή, παρασκευή ποτών: Bιομηχανία ποτοποιίας. H ~ είναι δυναμικός κλάδος στην ελληνική οικονομία. 2. ο χώρος, η επιχείρηση (βιομηχανία, βιοτεχνία) παραγωγής ποτών: Οι εγκαταστάσεις / τα μηχανήματα / οι αποθήκες της ποτοποιίας.
[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -ποιία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποτοποιός ο [potopiós] Ο17 : επιχειρηματίας ή εργαζόμενος στον κλάδο της ποτοποιίας.
[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -ποιός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποτοπωλείο το [potopolío] Ο39 : το κατάστημα όπου πωλούνται κρασιά και οινοπνευματώδη ποτά· κάβα
12. [λόγ. ποτ(όν) -ο- + -πωλείον]