Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποτοποιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτοποιός ο [potopiós] Ο17 : επιχειρηματίας ή εργαζόμενος στον κλάδο της ποτοποιίας.

[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -ποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες