Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποτιστήρι το [potistíri] Ο44 : φορητό πλαστικό ή μεταλλικό δοχείο με λαβή και με μακρύ λαιμό (ο οποίος συχνά καταλήγει σε πλατύ διάτρητο επιστόμιο), που χρησιμοποιείται κυρίως για πότισμα· καταβρεχτήρι: Έριχνε νερό στις γλάστρες μ΄ ένα ~.
ποτιστηράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. ποτιστήριν < ελνστ. ποτιστήριον `ποτίστρα΄]