Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποτενσιόμετρο το [potensiómetro] Ο42 : (ηλεκτρολ.) όργανο μέτρησης της ηλεκτρεγερτικής δύναμης και τάσης.
[λόγ. < γαλλ. potensiomètre (-mètre = -μετρον)]