Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποταπαγόρευση η [potapaγórefsi] & ποτοαπαγόρευση [potoapaγórefsi] Ο33 : η απαγόρευση παραγωγής, πώλησης και κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών: H ~ εφαρμόστηκε στην Aμερική στις αρχές του 20ού αι.
[λόγ. ποτ(όν) (-ο-) + απαγόρευ(σις) -ση]