Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποταμόπλοιο το [potamóplio] Ο41 : πλοίο χωρίς καρίνα, κατάλληλο για να πλέει σε ποτάμια (ως φορτηγό ή επιβατικό): Διασχίσαμε το Nείλο με ~.
[λόγ. ποταμ(ός) -ο- + πλοίον μτφρδ. αγγλ. riverboat]