Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποτήριον το [potírion] Ο : (λόγ.) το ποτήρι: Tο Άγιον Ποτήριον, το ιερό δισκοπότηρο. ΦΡ απελθέτω απ΄ εμού το ~ τούτο, λέγεται όταν κάποιος θέλει να αποφύγει κτ. που του ανατίθεται ή που υποχρεώνεται να κάνει, και που είναι πολύ δυσάρεστο.
[λόγ. < αρχ. ποτήριον σε ελνστ. σημ.]