Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποτήρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτήρι το [potíri] Ο44 : 1. κοίλο σκεύος, κυρίως γυάλινο, διάφορων σχημάτων και μεγεθών με το οποίο πίνουμε νερό ή άλλα ποτά: Γυάλινο / κρυστάλλινο / πλαστικό / χάρτινο / κολονάτο ~. Tα χείλη / η βάση / ο πάτος του ποτηριού. ~ του νερού / του κρασιού / της μπίρας / του ούζου / του λικέρ / της σαμπάνιας / του ουίσκι. Πλένω / σκουπίζω / γεμίζω / αδειάζω το ~. Ράγι σε / έσπασε το ~. Tσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν χρόνια πολλά. Ύψωσε το ~ κι έκανε μια πρόποση. Άδειασε το ~ μονορούφι. Ένα ~ νε ρό* και ως ΦΡ. Σηκώνω* / υψώνω* το ~ και ως έκφραση. ΦΡ ξεχείλισε* (πια) το ~. η σταγόνα* που ξεχείλισε το ~. είναι να τον / την πιεις* στο ~. 2. το (υγρό) περιεχόμενο ενός ποτηριού, η ποσότητα του υγρού που χωράει σε ένα ποτήρι: Ένα ~ κρασί / μπίρα / νερό. Kάθε πρωί πίνω ένα ~ γάλα. || ποσότητα που αντιστοιχεί στο περιεχόμενο ενός ποτηριού: Προσθέτουμε δύο ποτήρια νερό και δύο αλεύρι. ΦΡ πίνω το πικρό ~, περνώ ψυχική δοκιμασία. 3α. αλκοολούχο ποτό: Ήπιαμε μερικά ποτήρια και μεθύσαμε. Πάμε για κανένα ~; β. (προφ.) η υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών: Tο χαρτί και το ~ τον κατάστρεψαν. ΦΡ γερό ~, για πρόσωπο που πίνει και αντέχει στο ποτό: Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο γερό ~. ποτηράκι το YΠΟKΟΡ: Ποτηράκια του λικέρ. Φέρε μου ένα ~ νερό. Ήπιε μερικά ποτηράκια κι ήρθε στο κέφι.

[μσν. ποτήρι(ν) < αρχ. ποτήριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτήριον το [potírion] Ο : (λόγ.) το ποτήρι: Tο Άγιον Ποτήριον, το ιερό δισκοπότηρο. ΦΡ απελθέτω απ΄ εμού το ~ τούτο, λέγεται όταν κάποιος θέλει να αποφύγει κτ. που του ανατίθεται ή που υποχρεώνεται να κάνει, και που είναι πολύ δυσάρεστο.

[λόγ. < αρχ. ποτήριον σε ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες