Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποσειδώνιο το [posiδónio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό ραδιενεργό στοιχείο που παράγεται από το ουράνιο.
[λόγ. Ποσειδών (δες στο Ποσειδώνας) -ιον μτφρδ. νλατ. neptunium (η ονομασία αναλ. προς το ουράνιο) (διαφ. το αρχ. Ποσειδώνιον `ναός του θεού Ποσειδώνα΄)]